κορυνθεύς

κορυνθεύς
κορυνθεύς, -έως, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) α) «κόφινος, κάλαθος» β. «ἀλεκτρυών», πετεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυς, -υθ-ος + κατάλ. -εύς (πρβλ. γραμματ-εύς, γραφ-εύς) με ανάπτυξη έρρινου στοιχείου -ν- προ τού -θ-, όπως ακριβώς και το κόρυνθος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κορυνθεύς — basket masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρυς — κόρυς, υθος, ἡ (Α) 1. η περικεφαλαία τών μαχητών («βάλεν εὐπείθεια κόρυθος διὰ χαλκοπαρῄου», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. το κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με το κέρας δεν μπορεί να τεκμηριωθεί επαρκώς. Μαζί με τα κόρυδος, κόρυμβος, κορύνη,… …   Dictionary of Greek

  • κόρυνθος — κόρυνθος, ὁ (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «μάζης ψωμός», είδος ζυμαρικού 2. ως κύριο όν. ὁ Κόρυνθος προσωνυμία τού Απόλλωνος στην Ασίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κορυνθεύς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”